ποζάτος — η, ο αυτός που παίρνει πόζα: Μπήκε στο κατάστημα ποζάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποζάτος — η, ο, Ν [πόζα] αυτός που παίρνει πόζα, που κάθεται ή περπατάει επιτηδευμένα σαν να ποζάρει … Dictionary of Greek