ποζάτος

ποζάτος
kasıntı, havalı, burnu havada

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποζάτος — η, ο αυτός που παίρνει πόζα: Μπήκε στο κατάστημα ποζάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποζάτος — η, ο, Ν [πόζα] αυτός που παίρνει πόζα, που κάθεται ή περπατάει επιτηδευμένα σαν να ποζάρει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”